
3-08-2011
Aπόφαση ολομέλειας Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου
ΒΑΡΝΑΒΑΣ & ΑΛΛΟΙ V. TΟΥΡΚΙΑΣ
(αιτήσεις αρ. 16064/90, 16065/90, 16066/90, 16068/90, 16069/90, 16070/90, 16071/90, 16072/90 και 16073/90)
Συνεχιζόμενη παραβίαση Άρθρου 2 ( δικαίωμα στη ζωή)
Συνεχιζόμενη παραβίαση του Άρθρου 3 ( απαγόρευση απάνθρωπης ή υποτιμητικής μεταχείρισης)
Συνεχιζόμενη παραβίαση του Άρθρου 5( δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια) σχετικά με τους Ελευθέριο Θωμά και Σάββα Χ"Παντελή
Μη παραβίαση του Άρθρου 5 σχετικά με τα υπόλοιπα επτά άτομα.
Σύμφωνα με το Άρθρο 41 της Σύμβασης, το Δικαστήριο επιδίκασε στους αιτητές ?12,000 για κάθε αίτηση για non-pecuniary αποζημιώσεις και ?8,000 για έξοδα.
Γεγονότα
Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο εξ ονόματος και εκ μέρους 18 Κυπρίων, εννέα από τους οποίους είχαν εξαφανισθεί κατά τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων που διενήργησε ο Τουρκικός στρατός στη βόρεια Κύπρο τον Ιούλιο και Αύγουστο 1974. Οι εννέα άλλοι αιτητές είναι ή ήταν συγγενείς των ατόμων που εξαφανίσθηκαν.
Από τα εννέα πρόσωπα που εξαφανίσθηκαν, τα οκτώ ήταν μέλη των Ελληνοκυπριακών δυνάμεων που προσπάθησαν να εμποδίσουν την προέλαση του Τουρκικού στρατού. Σύμφωνα με αριθμό καταθέσεων από μάρτυρες, αυτοί ήταν μεταξύ των αιχμαλώτων που συνέλαβαν οι τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις. Το ένατο πρόσωπο, ο Χ" Παντελή, ένας Τραπεζικός υπάλληλος, συνελήφθηκε στις 18 Αυγούστου 1974 από Τούρκους στρατιώτες για ανάκριση. Τα λείψανά του, που έφεραν τραύματα από σφαίρες, βρέθηκαν το 2007 στα πλαίσια του προγράμματος εκταφών που διενήργησε η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τους Αγνοουμένους(ΔΕΑ).
Η Τουρκική Κυβέρνηση αμφισβήτησε ότι αυτά τα άτομα συνελήφθηκαν από το Τουρκικό στρατό. Υπεστήριξε πως οι πρώτοι οκτώ ήταν στρατιώτες που σκοτώθηκαν στις μάχες και πως το όνομα του ένατου δεν παρουσιάζεται στον κατάλογο των Ελληνοκυπρίων αιχμαλώτων που εκρατούντο στους χώρους κράτησης αιχμαλώτων, οι οποίοι επιθεωρούντο από το Διεθνή Ερυθρό Σταυρό. Η Κυπριακή Κυβέρνηση δήλωσε πως τα εννέα άτομα κατέστησαν αγνοούμενα σε περιοχές που ήταν κάτω από τον έλεγχο των τουρκικών στρατευμάτων.
Καταγγελίες, διαδικασία και σύνθεση Δικαστηρίου
Οι αιτητές ισχυρίσθηκαν πως οι συγγενείς τους εξαφανίσθηκαν μετά που συνελήφθηκαν από τα τουρκικά στρατεύματα το 1974 και πως οι τουρκικές αρχές δεν έδωσαν από τότε εξηγήσεις για την τύχη τους. Βασίσθηκαν στα Άρθρα 2 (δικαίωμα στη ζωή), 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή υποτιμητικής μεταχείρισης), 4 (απαγόρευση από καταναγκαστική εργασία), 5 ( δικαίωμα ελευθερίας και ασφάλειας) 6 (δικαίωμα σε δίκαια δίκη), 8 δικαίωμα σεβασμού στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή), 10 ( ελευθερία έκφρασης), 12 ( δικαίωμα σε γάμο),13 (δικαίωμα στην αποτελεσματική θεραπεία) και 14 (απαγόρευση σε διακρίσεις).
Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις 25 Ιανουαρίου 1990. Ομαδοποιήθηκαν από την Επιτροπή στις 2 Ιουλίου 1991 και θεωρήθηκαν δεκτές στις 14 Απριλίου 1998. Διαβιβάσθηκαν στο Δικαστήριο την 1 Νοεμβρίου 1998.
Στην απόφασή του ημερ. 10 Ιανουαρίου 2008, το Δικαστήριο αποφάσισε ομόφωνα πως υπήρχαν παραβιάσεις των άρθρων 2, 3 και 5 της Σύμβασης και πως δεν εξετάσθηκαν ξεχωριστά θέματα κάτω από τα άρθρα 4,6,8,10,12,13 και 14 της Σύμβασης. Αναφέρθηκε επίσης πως η εντόπιση της παραβίασης αποτελούσε από μόνη της δίκαιη ικανοποίηση για τη μη οικονομική αποζημίωση που ζητούσαν οι αιτητές.
Στις 7 Ιουλίου 2008, σύμφωνα με το Άρθρο 43² της Σύμβασης έγινε παραπομπή της υπόθεσης στην Ολομέλεια με αίτημα της Τουρκικής Κυβέρνησης . Η Κυπριακή Κυβέρνηση υπόβαλε γραπτές παρατηρήσεις , όπως και η οργάνωση REDRESS, η οποία τον Σεπτέμβριο 2008 της επετράπη να παρέμβει στη γραπτή διαδικασία. Η δημόσια ακρόαση για την υπόθεση έλαβε χώρα στο ΕΔΑΔ στο Στρασβούργο στις 19 Νοεμβρίου 2008.
Η Κυβέρνηση* ζήτησε τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να εξετάσει διάφορα σημεία της υπόθεσης .Πρώτο, υπόβαλε μεταξύ άλλων, πως
*Κυβέρνηση σημαίνει την αιτήτρια Κυβέρνηση της Τουρκίας
δεν υπήρχε νομικό σημείο για εκδίκαση αυτών των υποθέσεων, δεδομένου πως το Δικαστήριο είχε ήδη εκδικάσει το θέμα όλων των Ελληνοκυπρίων Αγνοουμένων στα πλαίσια της τέταρτης διακρατικής προσφυγής. Δεύτερο, οι αιτήσεις ήταν χρονικά εκτός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, αφού όλες σχετίζονταν με γεγονότα που επισυνέβησαν, πριν αποδεχθεί η Τουρκία το δικαίωμα ατομικής προσφυγής στις 28 Ιανουαρίου 1987. Τέλος, παρήλθε πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα μεταξύ των γεγονότων και της υποβολής των αιτήσεων, γι αυτό κι έπρεπε να θεωρηθούν ως μη αποδεκτές αφού δεν παρουσιάσθηκαν εντός έξη μηνών ενώπιο του Δικαστηρίου από την αποδοχή του δικαιώματος της ατομικής προσφυγής από την Τουρκία.
Η απόφαση λήφθηκε από την ολομέλεια που απαρτίζετο από τους πιο κάτω δεκαεπτά δικαστές:
Jean-Paul Costa,( Γαλλία) Πρόεδρος, Fran?oise Tulkens ( Βέλγιο), Josep Casadevall ( Ανδόρα), Anatoly Kovler (Ρωσία), Vladimiro Zagrebelsky ( Ιταλία), Lech Garlicki (Πολωνία) , Dean Spielmann (Λουξεμβούργο), Sverre Erik Jebens (Νορβηγία), Ineta Ziemele (Λάτβια), Mark Villiger(Λίχνενσταϊν), P?ivi Hirvel? ( Φιλανδία), Luis L?pez Guerra ( Ισπανία), Mirjana Lazarova Trajkovska(Επίσημη Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας), Nona Tsotsoria(Γεωργία), Ann Power(Ιρλανδία), Zdravka Kalaydjieva ( Βουλγαρία), G?n?l Er?nen( Τουρκία), ad hoc Δικαστής ,
and Erik Fribergh, Πρωτοκολλητής - Γραμματέας,
Απόφαση Δικαστηρίου
Προκαταρκτικές ενστάσεις της Κυβέρνησης *
Νομικό ενδιαφέρο
Το Δικαστήριο σημείωσε κατ? αρχή πως μια αίτηση για να είναι ουσιαστικά η ίδια με άλλη, που ήδη έχει εξετασθεί, θα πρέπει όχι μόνο να αναφέρεται στα ίδια γεγονότα και καταγγελίες αλλά και να υποβάλλεται από τα ίδια πρόσωπα. Εφόσο η Τέταρτη Διακρατική προσφυγή έχει διαπιστώσει παραβίαση αναφορικά με όλα τα αγνοούμενα πρόσωπα, οι ατομικές προσφυγές επιτρέπουν στο Δικαστήριο να εκδικάσει αναφορικά με οικονομικές ή μη - οικονομικές ζημιές που υπέστησαν ιδιώτες αιτητές και να υποδείξει γενικά ή ειδικά μέτρα, που θα μπορούσαν να ληφθούν.
Το Δικαστήριο βρίσκει πως υπάρχει νομικό ενδιαφέρο για εξέταση αυτών των αιτήσεων και απορρίπτει την ένσταση της Κυβερνήσεως*.
Χρονική δικαιοδοσία
Το Δικαστήριο σημείωσε πως οι αιτητές έχουν διευκρινίσει πως οι απαιτήσεις τους αφορούν μόνο την κατάσταση μετά τις 28 Ιανουαρίου 1987 ( ημέρα που η Τουρκία αποδέχθηκε το δικαίωμα ατομικής προσφυγής). Το Δικαστήριο κατέληξε πως η υποχρέωση γι απόδοση στοιχείων για την τύχη των αγνοουμένων προσώπων μέσα από τη διεξαγωγή μιας αποτελεσματικής έρευνας είναι συνεχιζόμενη, πολύ περισσότερο όταν τα πρόσωπα αυτά αγνοούνται για περισσότερο από 34 χρόνια χωρίς να δοθούν οποιεσδήποτε πληροφορίες, η υποχρέωση αυτή επιτείνεται μέχρις ότου υπάρξει διευκρίνιση της τύχης τους.
Ως εκ τούτου το Δικαστήριο απορρίπτει την ένσταση της Κυβέρνησης* στο σημείο αυτό.
Καθυστέρηση στην υποβολή προσφυγής στο Δικαστήριο
Το Δικαστήριο έχει σημειώσει πως οι αιτητές έχουν υποβάλει τις αιτήσεις τους περί τα 15 χρόνια μετά την εξαφάνιση των δικών τους το 1974 και ότι δεν ήταν γι αυτούς δυνατό πριν από το 1987. Λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαιτερότητα της κατάστασης που επιφέρει μια διεθνής διένεξη, το Δικαστήριο έχει ικανοποιηθεί πως οι αιτητές έχουν ενεργήσει με δικαιολογημένη καθυστέρηση, αν και υπέβαλαν τις προσφυγές
*Κυβέρνηση σημαίνει την αιτήτρια Κυβέρνηση της Τουρκίας
τους τρία χρόνια μετά την αποδοχή του δικαιώματος της ατομικής προσφυγής από την Τουρκία.
Το Δικαστήριο με βάση τα πιο πάνω απορρίπτει επίσης την ένσταση αυτή.
'Αρθρο 2
Το Δικαστήριο σημείωσε πως η Τουρκική Κυβέρνηση δεν έχει διαβιβάσει οποιαδήποτε συγκεκριμένη πληροφορία για να δείξει πως κάποιος από τα αγνοούμενα πρόσωπα είχε βρεθεί νεκρός ή έχει φονευθεί στη ζώνη επιχειρήσεων υπό τον έλεγχό της. Ούτε υπήρξε οποιαδήποτε πειστική εξήγηση για το τι μπορεί να συνέβηκε σ? αυτούς, που θα ανέτρεπε τον ισχυρισμό των αιτητών ότι τα άτομα αυτά εξαφανίσθηκαν σε περιοχές υπό τον αποκλειστικό έλεγχο της τουρκικής κυβέρνησης. Υπό το φως των ευρημάτων της τέταρτης διακρατικής προσφυγής , τα οποία δεν έχουν ανασκευασθεί, οι εξαφανίσεις αυτές έχουν λάβει χώρα υπό συνθήκες που έθεταν σε απειλή τη ζωή τους , εφόσο οι πολεμικές επιχειρήσεις είχαν συνοδευθεί από ευρείας κλίμακας συλλήψεις και εκτελέσεις.
Το Δικαστήριο έχει πλήρη επίγνωση της σπουδαιότητας των εκταφών και των ταυτοποιήσεων λειψάνων που κάμνει η ΔΕΑ και αναγνωρίζει πλήρως τις προσπάθειες που γίνονται για να δοθούν πληροφορίες και να επιστραφούν τα λείψανα στους συγγενείς. Σημειώνεται εν τούτοις πως, ενώ το έργο της είναι ένα σοβαρό πρώτο βήμα για τη διερευνητική διαδικασία, δεν είναι αρκετό να εξαντλήσει την υποχρέωση της Κυβερνήσεως* σύμφωνα με το Άρθρο 2 να διεξάγει αποτελεσματικές έρευνες. Συγκεκριμένα η ΔΕΑ δεν διευκρινίζει τα γεγονότα που οδήγησαν στο θάνατο των αγνοουμένων προσώπων τα οποία αναγνωρίσθηκαν, ούτε συγκέντρωσε ή αξιολόγησε μαρτυρίες εναντίο οποιουδήποτε από τους δράστες για δίωξή του. Ούτε άλλο Σώμα ή Αρχή ενήργησε προς αυτή την κατεύθυνση. Το Δικαστήριο δεν αμφιβάλλει πως ύστερα από τόσα πολλά χρόνια από τα γεγονότα υπάρχει εύλογος δυσκολία στην εξασφάλιση μαρτυρίας από αυτόπτες μάρτυρες ή στην αναγνώριση και στήριξη υπόθεσης εναντίον των πιθανών δραστών. Ωστόσο έχοντας υπόψη την καθιερωμένη νομολογία του για την απόλυτη υποχρέωση των Κρατών για πλήρη διερεύνηση, το Δικαστήριο βρίσκει πως η Τουρκική Κυβέρνηση έχει υποχρέωση να κάμει τις αναγκαίες προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση.
*Κυβέρνηση σημαίνει την αιτήτρια Κυβέρνηση της Τουρκίας
Το Δικαστήριο καταλήγει πως υπάρχει συνεχιζόμενη παραβίαση του Άρθρου 2 λόγω της παράλειψης της Τουρκίας να προβεί σε ουσιαστική έρευνα για την τύχη των εννέα ατόμων που εξαφανίσθηκαν το 1974.
Άρθρο 3
Το Δικαστήριο επιβεβαιώνει τα ευρήματά του στην τέταρτη διακρατική προσφυγή ότι εξαιτίας των εξαφανίσεων που έλαβαν χώρα το 1974 και ότι ως αποτέλεσμα των στρατιωτικών επιχειρήσεων υπήρξε απώλεια σημαντικού αριθμού ζωών και μεγάλης κλίμακας συλλήψεις, οι συγγενείς των αγνοουμένων προσώπων υπέφεραν λόγω της αγωνίας να μην γνωρίζουν κατά πόσο οι δικοί τους σκοτώθηκαν ή ήταν υπό κράτηση. Περαιτέρω, λόγω του συνεχιζόμενου διαχωρισμού της Κύπρου , οι συγγενείς αντιμετώπιζαν πολύ σοβαρές δυσκολίες στην αναζήτηση πληροφοριών. Η σιωπή των Τουρκικών Αρχών έναντι σ? αυτούς που πραγματικά υπέφεραν, δεν μπορεί παρά να χαρακτηρισθεί ως απάνθρωπη μεταχείριση.
Το Δικαστήριο βρίσκει πως δεν υπάρχει λόγος να διαφοροποιήσει το πιο πάνω εύρημα. Το μεγάλο χρονικό διάστημα της δοκιμασίας των συγγενών και η στάση αδιαφορίας προς αυτούς που πραγματικά υπέφεραν , αγωνιώντας για την τύχη των δικών τους, είχε ως αποτέλεσμα την παραβίαση του Άρθρου 3 αναφορικά με τους αιτητές.
Άρθρο 5
Το Δικαστήριο βρίσκει πως υπάρχει βάσιμη υπόθεση αναφορικά με τα αγνοούμενα πρόσωπα, Ελευθέριο Θωμά και Σάββα Χ"Παντελή , τα ονόματα των οποίων συμπεριλαμβάνονται σε καταλόγους του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού ως κρατούμενοι και που είχαν θεαθεί για τελευταία φορά υπό περιστάσεις που εμπίπτουν στον έλεγχο των τουρκικών ή τουρκοκυπριακών δυνάμεων. Ωστόσο , οι τουρκικές αρχές δεν γνωστοποίησαν την κράτησή τους , ούτε έδωσαν οποιαδήποτε στοιχεία για τις κινήσεις τους. Εφόσο δεν υπάρχει μαρτυρία ότι οποιοδήποτε από τα αγνοούμενα πρόσωπα ήταν υπό κράτηση κατά τον χρόνο της εκδίκασης της υπόθεσης, η Τουρκική κυβέρνηση όφειλε να προβεί σε ουσιαστική διερεύνηση του ισχυρισμού πως οι δύο αγνοούμενοι ήταν υπό σύλληψη και έκτοτε δεν θεάθηκαν. Τα ευρήματα του Δικαστηρίου αναφορικά με το Άρθρο 2 ανωτέρω δεν αφήνουν καμμιά αμφιβολία πως οι Αρχές ( της Τουρκίας) απέτυχαν να κάμουν την ενδεδειγμένη έρευνα
Ως εκ τούτου υπάρχει συνεχιζόμενη παραβίαση του Άρθρου 5 αναφορικά με τους Ελευθέριο Θωμα και Σάββα Χ" Παντελή .
Δεδομένου πως δεν υπάρχει επαρκής μαρτυρία που να αποδεικνύει πως και οι άλλοι επτά αγνοούμενοι είχαν θεαθεί υπό τουρκικό έλεγχο, δεν υπάρχει παραβίαση του Άρθρου 5 αναφορικά με αυτούς.
Άλλα Άρθρα
Εξετάζοντας τα γεγονότα της υπόθεσης, τις αναφορές των μερών και τα ευρήματα αναφορικά με τα άρθρα 2,3 και 5 της Σύμβασης, το Δικαστήριο καταλήγει πως έχει εξετάσει τα κύρια νομικά σημεία που θίγονται στην παρούσα αίτηση και πως δεν είναι απαραίτητο να ασχοληθεί ξεχωριστά για τις υπόλοιπες καταγγελίες.
(η απόφαση του Δικαστηρίου λήφθηκε με 16 ψήφους υπέρ και 1 εναντίο)